Παρουσίαση του βιβλίου του Βασίλη Πρωτοπαπά με τίτλο «Εκλογική ιστορία της Κύπρου: Πολιτευτές, κόμματα και εκλογές στην Αγγλοκρατία 1878-1960». Αθήνα: Θεμέλιο, 2012.
Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ένα σχετικά νέο κράτος. Πήρε την ανεξαρτησία της το 1960, ως προϊόν συμβιβασμού ανάμεσα σε πολλούς παράγοντες:
Τις δύο κοινότητες του νησιού, τις δύο μητρικές χώρες, την Ελλάδα και την Τουρκία, και φυσικά την αποικιακή δύναμη, τη Μεγάλη Βρετανία, που την είχε στην κατοχή της μέχρι τότε. Η πρόσφατη ιστορία, τόσο των δεκαετιών που προηγήθηκαν της ανεξαρτησίας όσο και των δεκαετιών που την ακολούθησαν, δεν έχει ακόμη μελετηθεί συστηματικά στις διάφορες διαστάσεις της. Μολονότι κάποια έργα έχουν ήδη εκπονηθεί, η Κύπρος δεν θα ελευθερωθεί από τις ερινύες της ιστορίας της αν αυτή η ιστορία δεν μελετηθεί συστηματικά χωρίς προκατάληψη και κρυμμένες προθέσεις η ιδιοτέλειες που περίσσεψαν καθόλο τον αιώνα που πέρασε. Οι ιστορικοί, οι πολιτικοί και οι κοινωνικοί επιστήμονες οφείλουν να φωτίσουν την ιστορία αυτή. Η καλή και απροκατάληπτη κατανόηση του παρελθόντος μας αποτελεί βασική προϋπόθεση για την αναγκαία ορθοκρισία ηγεσίας και λαού που θα επιτρέψει στην Κύπρο να ανακτήσει την εδαφική της ακεραιότητα και δι’ αυτής να αποκαταστήσει μια ανεξαρτησία που δεν θα είναι υποθηκευμένη στο παρελθόν. Χωρίς τις προϋποθέσεις αυτές η Κύπρος δεν μπορεί να εξελιχθεί σε μια αρμονική κοινωνία. Θα παραμένει μια κοινωνία ασταθής «εν βρασμώ».
Το βιβλίο του Βασίλη Πρωτοπαπά για την πριν από την ανεξαρτησία εκλογική ιστορία της Κύπρου αποτελεί μεγάλη συμβολή στην κατεύθυνση αυτή. Ενώ αφορά το παρελθόν συμβάλλει όσο λίγα έργα που έχουν εκπονηθεί στην Κύπρο κατά τις τελευταίες δεκαετίες να κατανοήσουμε τον παρόν της πολιτικής ζωής στην Κύπρο. Το βιβλίο επισκοπεί τη διοίκηση και τους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων από την οθωμανική περίοδο και επικεντρώνεται στην περίοδο της Αγγλοκρατίας. Ο αναγνώστης θα μάθει για το νομοθετικό συμβούλιο, τα εκλογικά δικαιώματα και τις εκλογές που θεσμοθέτησαν οι Βρετανοί ήδη από το 1883, μερικά μόνο χρόνια μετά την απόκτηση του νησιού. Είναι σημαντικό να σημειωθεί εδώ ότι η παραχώρηση του δικαιώματος των εκλογών από τότε, παρά τους περιορισμούς που αναπόφευκτα υπάρχουν, εκκινεί, ουσιαστικά, τη σύγχρονη πολιτική ζωή, όταν ακόμη το δικαίωμα αυτό ήταν ανύπαρκτο η πολύ περιορισμένο σε πλείστες άλλες χώρες του κόσμου.
Εξάλλου, το βιβλίο εκθέτει και εξηγεί πολύ καλά πως οι μηχανισμοί πολιτικής και κοινωνικής αυτό-οργάνωσης που ενεργοποιήθηκαν με την απόκτηση εκλογικών δικαιωμάτων διασταυρώθηκαν με τον Ελληνικό αλυτρωτισμό και έκαναν την ένωση με την Ελλάδα βασικό άξονα της πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς, από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι και την Τουρκική εισβολή του 1974. Από αίτημα, η ένωση μετατρέπεται σε κίνημα που διαπερνά την Ελληνοκυπριακή κοινότητα στο σύνολό της. Με αναφορά σε αυτό σχηματίζονται και ανασχηματίζονται διαρκώς παρατάξεις, κόμματα, πρωτοβουλίες και αναδεικνύονται ηγέτες και ηγετίσκοι, παράγοντες και παραγοντίσκοι. Κυρίαρχη δύναμη που συνέχει την πολιτική οργάνωση και τη συμμετοχή στις εκλογές είναι η δέσμευσή τους ότι αγωνίζονται για την ένωση. Όλα λειτουργούν υπό την καθοδήγηση της «Εθναρχούσας Εκκλησίας» και της λεγόμενης «ιθύνουσας τάξης», που αναφέρεται σε ορισμένες αστικές οικογένειες των αστικών κέντρων, κυρίως της Λευκωσίας, της Λάρνακας, και της Λεμεσού. Εξάλλου, παράλληλα με την ισχυρή αυτή κατεύθυνση, η κοινωνία διασταυρώνεται με τα πολιτικά, τα κοινωνικά, και τα εργατικά κινήματα της εποχής και έτσι δημιουργούνται κόμματα η κινήσεις όπως το «Αγροτικό», το «Λαϊκό» το «Αριστοκρατικό» το «Βενιζελικό», το «Βασιλικό», το «Κυρηναϊκό», το «Κιτιακό» κόμμα, το ΕΑΣ, το ΚΕΚ, το ΠΕΣΠ, το Νικολαϊδικό κα. Κυρίαρχο όμως κόμμα που διαφοροποιείται από τα άλλα είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου, που δημιουργείται στις αρχές του 20ου αιώνα και μετεξελίσσεται στο ΑΚΕΛ το 1941. Εν τέλει, όλα τα προς την ένωση ευθυγραμμισμένα κόμματα ευθυγραμμίζονται και αφομοιώνονται σε μια τάση υπό την εκκλησία, με την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Γ’ στη ηγεσία της Εκκλησίας της Κύπρου. Το ΑΚΕΛ, από την άλλη, διατηρεί τον κοινωνικό και διεθνιστικό του χαρακτήρα αλλά ενσωματώνει, κατά καιρούς, τον ενωτικό προσανατολισμό της άλλης παράταξης.
Ο Β. Πρωτοπαπάς μας εξηγεί καθαρά γιατί, ατυχώς, ο προσανατολισμός αυτός απορρίπτεται από την άλλη παράταξη εξαιτίας δύο παραγόντων. Της κατάληξης του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα και της ανάληψης της ηγεσίας της ΕΟΚΑ από έναν από τους πρωτεργάτες του εμφυλίου, το Γρίβα. Έκτοτε η πολιτική ζωή παραμένει κατακερματισμένη στην Κύπρο. Η λεγόμενη εθνική παράταξη αναδιοργανώνεται σε διάφορα κόμματα που διαγκωνίζονται για το πιο είναι το πιο εθνικά σκεφτόμενο και πολιτευόμενο, με διαρκή διαβολή των άλλων. Το ΑΚΕΛ, από την άλλη, ήταν και παραμένει διχασμένο ανάμεσα σε μια κοινωνικά προσανατολισμένη σοσιαλιστική προσέγγιση των θεμάτων και στο φόβο της ενοχοποίησης ότι δεν είναι επαρκώς εθνικά προσανατολισμένο. Το αποτέλεσμα: ενώ επί 80 περίπου χρόνια Αγγλοκρατίας γίνονται εκλογές που τυπικά λίγα έχουν να ζηλέψουν από τις εκλογές που γίνονται σε πιο ελεύθερες κοινωνίες της περιόδου εκείνης, η συλλογική εθνική κρίση παραμένει πάντα δέσμια των τοπικών δυναμικών και του εθνικού ευσεβοποθισμού, αλλά συχνά και των προσωπικών στρατηγικών και προτεραιοτήτων. Έτσι, έστω και εκλογικά εκφραζόμενη, η σκέψη του λαού τότε, αλλά και σήμερα, στα χρόνια της ανεξαρτησίας, αδυνατεί να εκτιμήσει τις γεωπολιτικές δυναμικές και τους περιορισμούς. Η παραγνώρισή τους και, συχνά, η σύγκρουση με αυτές οδηγεί σε καταστροφικές επιλογές που κρατούν το Κυπριακό πρόβλημα ανοιχτό επί ένα αιώνα.
Εξάλλου είναι πολύ ενδιαφέρον ότι, παρά το χρόνο που διανύθηκε από την Αγγλοκρατία μέχρι σήμερα, και παρά τις πολύ μεγάλες διαφορές στην ευμερία, τη μόρφωση και την τεχνολογία ανάμεσα στα χρόνια εκείνα και τα σημερινά, κάποιες ομοιότητες επιμένουν να μας θυμίζουν πόσο ίδιοι έχουμε παραμείνει: Η γενική κατανομή των ποσοστών σε 60-40%, περίπου, ανάμεσα στα διάφορα συστατικά της δεξιάς, αφενός, και στην αριστερά, αφετέρου, παραμένει βασικά αμετάβλητη. Οι υπόγειες διαδρορμές που συνδέουν τα συστατικά αυτά δεν έχουν αλλάξει πολύ. Παρόμοια παραμένει επίσης η μεθοδολογία της προσέλκυσης ψήφων, που απευθύνεται στο θυμικό παρά στο νου, καταστροφολογεί αντί να προτείνει δημιουργικές λύσεις και έχει την προσωπική συκοφαντία στην ημερήσια διάταξη.
Η Ελλάδα, περισσότερο παλιότερα παρά τώρα, παρέμεινε δέσμια της ίδιας δυναμικής και των ίδιων αδυναμιών. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο επανεισήγαγε κατά καιρούς το δικό της εμφύλιο από την Κύπρο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα δικά της πολύ σοβαρά λάθη επιλογών στη διεθνή της πολιτική που κράτησαν την αδύναμη Κύπρο δέσμια των αδυναμιών μιας μικρής κοινωνίας. Προφανώς, το εθνικό κόστος των λαθών αυτών και στην Ελλάδα και στην Κύπρο δεν είναι άσχετο με τα σημερινά προβλήματα και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, που έφεραν και τις δύο χώρες υπό καθεστώς εξωτερικής επιτήρησης. Υπό της συνθήκες, ο εθνικιστικός λόγος, με διάφορες αποχρώσεις, περισσεύει και στις δύο χώρες. Πολλοί ξεχνούν ότι η φάση έξαρσης του εθνικιστικού λαϊκισμού συχνά ακολουθείται από μια εθνική καταστροφή. Δεν αρκεί να ευχηθούμε να μην έρθει και τώρα η εθνική καταστροφή. Πρέπει να την προλάβουμε ενεργητικά.
Το βιβλίο του Βασίλη Πρωτοπαπά μας δίνει πολλά μαθήματα για τα καλά του πολιτικού μας συστήματος αλλά και τις αδυναμίες και τα παθήματά του. Και είναι πολύ καλογραμμένο, μολονότι ογκώδες . Ελπίζω ότι πολίτες και πολιτικοί θα διαβάσουν το βιβλίο του Βασίλη Πρωτοπαπά με προσοχή και θα το χρησιμοποιήσουν σαν αφετηρία αναλογισμού για το τι έχουμε, τι θέλουμε και τι μας λείπει στην πολιτική και τη δημόσια ζωή μας. Ειδικά τώρα που στην Κύπρο έρχονται προεδρικές εκλογές έχουμε όλοι να μάθουμε πολλά, κυρίως οι υποψήφιοι και τα κόμματα που τους στηρίζουν.
Γράφει: Ανδρέας Δημητρίου