Αρχές του ’93 χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Εύης Γαβριηλίδης, φίλος οικογενειακός και δάσκαλος της μητέρας μου παλαιότερα.
Μου είπε για τη Σαμία, για την Επίδαυρο και μου πρότεινε το ρόλο του Μοσχίωνα. Χωρίς να με έχει δει ποτέ να παίζω, έτσι, από διαίσθηση. Ήμουν 23 χρονών, ένα χρόνο βγαλμένος από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Δεν αισθανόμουν ηθοποιός και δεν είχα καμία διάθεση να γίνω. Ονειρευόμουν τη σκηνοθεσία του κινηματογράφου και, πιο κρυφά, τη μουσική. Μ’ έπιασε φόβος μεγάλος, αλλά ο Εύης ήταν επίμονος και σίγουρος ότι θα πάω καλά. Με την ψυχή στο στόμα, συμφώνησα.
Κατέβηκα στη Λευκωσία. Ο ΘΟΚ ήταν ένας χώρος μαγικός, οι άνθρωποί του είχαν ένα μυστήριο βγαλμένο απ’ τις παιδικές παραστάσεις που πρωτοείδα στη ζωή μου. Μαζεύτηκαν, πήγα κι εγώ. Από την πρώτη ανάγνωση, έγινε φανερό πως ο αληθινός πρωταγωνιστής δεν θα ήμασταν εμείς, ούτε καν το έργο. Θα ήταν η μετάφραση! Σε αρχαΐζουσα καθαρεύουσα, έργο από μόνη της, αυτάρκης, λεπτή, συμπαγής και εύθραυστη, με ιδιαίτερες απαιτήσεις αλλά ταυτόχρονα στήριγμα. Έχοντας το λόγο αυτό, δεν είχες να κάνεις πολλά. Ό,τι χρειαζόταν, στο ζητούσε. Σε υποχρέωνε να είσαι καλός.
Παρ’ όλ’ αυτά, δυσκολευόμουν. Δίπλα μου ηθοποιοί ταλαντούχοι, με τεράστια πείρα, βουτηγμένοι στο θέατρο μια ζωή, φυτρωμένοι στο σανίδι. Άνθρωποι που τους θαύμαζα απ’ τη νηπιακή μου ηλικία και τους θαυμάζω ακόμα. Με στήριξε η συμπάθειά τους και η διδασκαλία του Εύη Γαβριηλίδη, αυτή η ικανότητα να σου περνά τη σκέψη, το χιούμορ, τη δροσιά, το πείσμα, τη χαρά και την ευρηματικότητά του. Γιορτή από μόνος του, άρχισε να στήνει μια γιορτή υπέροχη. Είχε όμως πολλά στο κεφάλι του. Έτσι με «ανέθεσε» στον, μακαρίτη πια, αγαπημένο φίλο Τάσο Αναστασίου, που συμμετείχε στην παράσταση χωρίς ρόλο, ερμηνεύοντας σιωπηλά τον εαυτό του και τους άλλους, όπως και στη ζωή του. Τα απογεύματα πηγαίναμε στο σπίτι του και ανάμεσα σε άλλες ασχολίες πλάθαμε τον Μοσχίωνα. Αν έπαιξα αξιοπρεπώς, το οφείλω κυρίως σ’ αυτόν.
Ήρθε ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης. Έγραφε τη μουσική σε μια διπλανή αίθουσα κι όποιο κομμάτι τέλειωνε το περνούσαμε επί τόπου. Μου εκμυστηρευόταν απελπισμένος «Οι ηθοποιοί είναι τρελοί! Ανεβαίνουν στη σκηνή και νομίζουν πως είναι άλλοι!» Ήρθε ο Ισίδωρος Σιδέρης μ’ έναν χορό ολοζώντανο και πολύχρωμο, ο Γιώργος Ζιάκας με τα ωραία κοστούμια, τα σκηνικά, τα ποδήλατα, τα ηλιοτρόπια, τα βρεφικά καροτσάκια, τις κούκλες. Άρχισε το έργο να παίρνει μορφή. Να συνδέονται τα κομμάτια, τα μέλη, οι άνθρωποι, ο λόγος, το φως. Να αποκτά νόημα το έργο. Να ολοκληρώνεται, να ζητάει να γεννηθεί, να φανερωθεί, να απευθυνθεί. Να έρθει ο κόσμος να το γνωρίσει. Η ομαδική εργασία έδωσε το δώρο της. «Μα, πως μπορείς να είσαι σίγουρος ότι η παράσταση θα είναι καλή, όταν αυτό εξαρτάται από τόσους παράγοντες και τόσους ανθρώπους; Πως μπορείς να είσαι σίγουρος, όταν δεν περνούν όλα από το χέρι σου;» Δεν είσαι σίγουρος! Κι αυτό είναι το σπουδαίο! Γι’ αυτό το θέατρο μας ξεπερνά. Πολλαπλασιάζει τις ικανότητες και αξιοποιεί τις ελλείψεις όλων μας, οδηγώντας μας έξω από τα περιορισμένα όρια της σιγουριάς μας. Αξίζουν χίλιες αποτυχίες για να το ζήσεις μια φορά. Κι εγώ, ο τυχερός, το έζησα με τη μία!
Αγία Πετρούπολη, Ιούνιος 2005
Γράφει: Αλκίνοος Ιωαννίδης