Κάπου στες αρχές της δεκαετίας του 1980 φτάνω στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Εν αθθυμούμαι γιατί.
Μπαίνω σε ταξί, πο τζιείνα τα ξιμαρισμένα της εποχής που εβρωμούσαν έναν συνδιασμόν τσιαρίλλας τζιαι πάκο ραπάν. Πάντα έπιαννα λεωφορείον αλλά τζιείνην την φοράν είχα πολλά μπαγκάζια τζιαι εν εγίνετουν άλλωσπως. Ο ταξιτζιής χωραττάς καλαμαράς, που τζιείνους που βαρκούμαι πολλά. Στο καθρεφτάκι η σχετική αμματόπετρα, στο ταμπλό ούλλα τα “Παναγιά βοήθα” τζιαι “Μπαμπά μην τρέχεις” που υπάρχουν στον κόσμον.
Κάθουμαι στην πίσω θέσην γιατί απεχθάνουμαι την ανάκρισην των ταξιτζιήδων, ακόμα τζιαι των χωραττάδων. Ρωτά με που πάω, λαλώ του, σταρτάρει, ξεκινούμεν. Στα τρακόσια μέτρα αρχίζει η ανάκριση. Η πίσω θέση εν εβοήθησεν. Τα γνωστά: Από Κύπρο; – ναι, Πως τα πάτε εκεί κάτω με τους Τουρκαλάδες; – καλά ευχαριστώ, Εεεε… εσείς οι Κύπριοι καλά την έχετε – ευχαριστώ.
Τζιαι εσιώπησεν, τζι εσιώπησα. Εβαρέθηκεν. Λαλεί σου τούτος εν στριμμένος. Βάλλει ράδιον. Ειδήσεις. Πόλεμος Ιράν – Ιράκ, τότε που ο ένας έσυρνεν χημικά αβέρτα τζιαι ο άλλος έστελλεν εκατοντάδες κοπελλούθκια, “μάρτυρες ιμις’”, όπως τα αρνιά μέσα στα ναρκοπέδια για να τα καθαρίσουν. Ακούω τα νέα με θλίψην. Ήμουν τζιαι μιτσής τζιαι εχασκιάζουμουν εύκολα. Ήταν τζιαι η ενοχή που στην αρχήν εχαρήκαμεν για την “κοινωνικήν επανάστασην” στο Ιράν τζι εφάαν τζιείνον τον αχώνευτον τον Σάχην, ώσπου τζι επήραμεν πρέφαν ότι η επανάστασις απήχθην που τον θρησκευτικόν σκοταδισμόν.
Τέλος πάντων, όπως άκουα το ράδιον ελάλεν ότι οι Ιρακινοί εσκοτώσαν κάτι σι’λλιάδες Ιρανούς σε μιαν μάχην με χημικά. Ο ταξιτζιής: καλά να τους κάνουν τους πούστηδες. Εν είπα τίποτε. Λαλώ ο τύπος μπορεί να έσιει τον λόγον του. Σιωπώ. Ύστερα που λλίον πιο επιδεικτικά τζιαι προσπαθώντας να αποσπάσει την προσοχήν μου: καλά να τους κάνουν τους καριόληδες. Πάλε σιωπώ. Κάποια μαλακίαν θα θέλει να πει τούτος, ας μεν του δώκω την ευκαιρίαν. Εξανάπεν το. Πάλε εσιώπησα. Στην τέταρτην φοράν όμως εν άντεξα. Ετσίμπησα. Κάλα, λαλώ του σε όσο πιο καλά καλαμαρίστικα μπορώ να μιλήσω, τι σου φταίξανε οι Ιρανοί και χαίρεσαι τόσο; Τζιαι είπεν την: Να μου πεις εσύ σε τι έφταιξε στους Πέρσες ο Λεωνίδας μας και οι τριακοσίοι του, οι πούστηδες.
Κόκκαλον. Έσκασα. Είπαμεν, ήμουν μιτσής τζι εχασκιάζουμουν εύκολα. Εν εξαναρώτησα τίποτε.
ΧΧΧ
Επεράσαν τριάντα χρόνια που τότε. Βλέποντας τα όσα σιχαμερά γίνουνται σήμερα στην Ελλάδα σε βάρος των μεταναστών τζιαι παρακολουθόντας την εκδήλωσην της ΧΑ στις Θερμοπύλες, αθθυμήθηκα τον ταξιτζιήν. Τζιαι αναρωτήθηκα αν ήταν τζιαι τζιείνος τζιαμαί. Αν ζει, πρέπει ναν λλίον πιο μεγάλος μου σήμερα, κοντά στα 60. Ή τα κοπελλούθκια του. Τζιείνα πα στες φωτογραφίες των “μπαμπά μην τρέχεις” που πρέπει ναν πα στα 35 τωρά. Μακάρι να μεν ήταν.
Αναρωτήθηκα όμως γιατί που κάπου τζιαμαί πρέπει να εξεκινήσαν τζιαι τούτοι ούλλοι που κυκλοφορούν με τες αρβύλες τζιαι τα μαύρα ττι-σ’ιερτ μεσ’ στο κατακαλότζιαρον. Που τον τρόπον που αντιλαμβάνονται την ιστορίαν: ως μιαν ευθείαν γραμμήν που τον Ξέρξην στον Αγιατολλάχ Χομεϊνι, τζιαι που τον Λεωνίδαν στον φουσκωτόν που κάμνει φέις κοντρόλ στο στριπτηζάδικον της γειτονιάς. Μιαν ευθείαν που πάνω της προσκολλούνται με το πέρασμαν του χρόνου κάθε είδους στρεβλώσεις, αγκυλώσεις, φαντασιώσεις τζιαι ναρκισσιστικά συμπλέγματα. Συμπλέγματα που στο επίπεδον των κοινωνικών σχέσεων εκφράζονται πιον ως: δέρνω, γαμώ τζιαι ρέσσω. Όπως περίπου δηλαδή εσυμπεριφέρουνταν οι άνθρωποι του Νεάντερταλ στους μακρινούς μας προγόνους πριν κάτι σι’λλιάδες χρόνια.
Που μιας άποψης, ο ρατσισμός εν εν τίποτε άλλον πο τούτην την μονοκόμματην εθνικιστικήν αντίληψη της ιστορίας. Ο εθνικισμός εν η ρατσιστική ερμηνεία της. Οι θκυο όψεις του ιδίου νομίσματος που σήμερα εκφράζουνται μέσα πο τούτον τον σύγχρονον ιδεολογικόν πρωτογονισμόν.
Τζιαι άτε τωρά να πεις τζιαι να μεν σι’σουν να σε φάσιν, ότι βασικός συντηρητής τούτης της αντίληψης τζιαι ερμηνείας, τζιαι στην ουσίαν ο ηθικός αυτουργός των όσων εγκλημάτων γίνονται σήμερα σε βάρος των μεταναστών (τζιαι όϊ μόνον), εν η παιδεία του Ελλαδικού κράτους τζιαι ούλλη η μυθολογία που αναπαράγει που τον τζιαρόν που εγεννήθηκεν. Μιαν παιδείαν που αντανακλά τες πιο βαθκειές τζιαι σκοτεινές δομές μιας συντηρητικής τζιαι πατριαρχικής κοινωνίας τζιαι που μας εφορτώσαν τζιαι εμάς δα κάτω έσιει τόσα χρόνια (Όϊ πως αν μας αφήναν μόνους μας ήταν να κάμουμεν κάτι πολλά καλλίττερον). Γιατί εν η παιδεία που μας έκαμεν να τραβουμεν μιαν τζ’ίζαν μέσ’ στην ιστορίαν τζιαι να ξημπερτεύκουμεν με αισθήματα ψυχικής ανάτασης τζιαι εθνικής περηφάνειας. Τόσον απλοϊκά τζιαι τόσον επικίνδυνα. Ε λοιπόν, εν έσιει τίποτε το απλόν σε τούτον τον κόσμον. Που θκυο σημεία εν περνά μόνον μια ευθεία. Περνούν άπειρες γράμμες τζιαι στην πραγματικότηταν καμμιά εν εν ευθεία. Τζιαιρός να το καταλάβουμεν.
Αλλά φταίμεν τζι εμείς, ούλλοι μας, για την κατάντια μας, τζι ας μεν τα φορτώννουμεν ούλλα στην κρίσην ή στην Μέρκελ. (τούτος εν άλλος λοαρκασμός). Εν έσιει κανέναν ελαφρυντικόν. Η ιδεολογία της ΧΑ ήταν πάντα τζιαμαί πολλά πριν την κρίσην τζιαι την Μέρκελ, όπως ήταν τότε μεσ’ στα μυαλά τζιείνου του ταξιτζιή. Η σημερινή της έκφραση στο κοινωνικόν επίπεδον ως ιδεολογικός πρωτογονισμός, εν το αποτέλεσμαν τούτου ακριβώς του εθνοκεντρικού ναρκισσισμού, ο οποίος εκαλλιεργήθηκεν τζιαι υπόβοσκεν πολλά χρόνια για να μεν οδηγούσεν με την πρώτην ευκαιρίαν, άκα το σημερινό οικονομικόν μπάχαλον, στη σιχαμάρα.
Ούλλοι μας φταίμεν. Τζιαι για την παιδείαν που προσφέρουμεν στα κοπελλούθκια μας, τζιαι για την έλλειψην κοινωνικής αλληλεγγύης, τζιαι για τα συμπλέγματα μας, τζιαι για την βίαν στους δρόμους (τζιαι όϊ μόνον στους δρόμους), τζιαι για το ότι εμπήκαν στην βουλήν οι φουσκωτοί, τζιαι για το ότι αφήκαμεν την κατάστασην με τους τοκογλύφους τζιαι τους απατεώνες να ξεφύγει για να βολέψουμεν την δικήν μας μικροαπατεωνιάν, τζιαι για το ότι είμαστεν έρμαια στες ορέξεις των ΜΜΕ που μοναδικός τους σκοπός ένι να να κατευθύνουν τες συλλογικές φαντασιώσεις τζιαι να γεμώνουν τα μυαλά μας με αέραν κουπανιστόν.
Φταίμεν γιατί πε τζιαι να πεις ότι είμαστε οι απόγονοι του Λεωνίδα, επιστέψαμεν το. Στραβάρα μεσ’ στα μμάθκια μας.
Γράφει: Άδωνης Φλωρίδης