Εξύπνησα πρωΪν-πρωΪν ως συνήθως. Επήρα το κοπελλούϊν σχολείον. Στο στραφίν, πάλε, ως συνήθως βάλλω ράδιον. Ακούω τον εκφωνητήν να θκιαβάζει μηνύματα ακροατών.
“Καλά να της κάμει”. Οκκέϊ λαλώ, εβρέθην ένας αμπάλατος που επήεν να πουλήσει πνεύμαν. Ακούω τον επόμενον: “Έτσι πρέπει να κάμω τζι εγώ της γεναίκας μου τζιαι της πεθθεράς μου”. Άτε, αλλό ‘νας που προσπαθεί εναγωνίως να κάμει χιούμορ”, λαλώ. Τζι’ έχω τζιαι πρόβλημαν με το κυπριακόν το χιούμορ άμαν δεν εν μιλλωμένον, γιατί τότε, τες πιο πολλές φορές, γίνεται κκομπλεξικόν.
Στον τρίτον σχόλιον που εν αθθυμούμαι ήντα που ήταν, κλείω το ράδιον. Βάλλω σι-ντί. Μέσα-μέσα πρέπει να σκεφτούμαστε τζιαι την υγείαν μας – έτσι μου λαλούν τελευταία – τζιαι αντί να κόψω το κάπνισμαν κάμνω κάτι πιο αποτελεσματικόν: θωρακίζω τα κύτταρα του εγκεφάλου μου που άχρηστες πληροφορίες. Στην πληροφορική αν δεν κάμνω λάθος οι άχρηστες πληροφορίες ονομάζουνται “θόρυβος”.
Σταματώ στον φούρνον για γάλαν τζιαι ψωμίν. Κατεβαίννω, μπαίννω μέσα. Ένας μεσήλικας, της ηλικίας μου δηλαδή, χωραττεύκει: “Γιατί εν γεναίκα τζιείνη, εν ίσια με τρεις αδρώπους”. Η γέρημη η Βουλγάρα στο ταμείον εχαμογέλαν όπως την εμάθαν στο τρέηνιγκ: “Παρακαλώ ο κύριος”. Ο άλλος ατού: “Σαν έβαλλεν την γλώσσαν της μέσα”. Η ταμίας επιμένει: “Έξι ευρώ και είκοσι σεντς”. Λαλώ του: “Ρε κύριε, τι σου φταίει η κοπέλλα τζιαι σουξουλάς την πρωϊν – πρωϊν”. Λαλεί μου: “Ε μα εν κάθε πρωϊν που την πειράζω τούτην”. Απελπίστηκα. Ρε άμπα τζιαι έχασα το χιούμορ μου; Ρε άμπα τζιαι μετατρέπουμαι σταδιακά σε μισάνθρωπον τζι εν το εκατάλαβα. Τόσον πολλύν χιούμορ γυρόν μου τζι εν το πιάννω.
Εξήασα να γοράσω γάλαν τζιαι ψουμίν τζι έφυα. Εμπήκα στ’ αυτοκίνητον, έβαλα το σι-ντι, τζιαι άμαν έπηξα στα φώτα, αθθυμήθηκα. Σταματώ στον μπακκάλλην. Κατεβαίνω. Έσιει λλίον τζιαρόν που ψουμνίζω που λλόου του γιατί προτιμώ τους μπακκάληες που τους ατέλειωτους διαδρόμους των σούπερμαρκετ. Μπαίνω μέσα, καλημέρα. ¨Καλημέρα” ευγενικότατος όπως πάντα. Πάω στο ψυγείον, πιάννω γάλαν, ποταυρίζουμαι πιάννω τζι έναν κουλλούριν χωρκάτικον τζια μισήν τουζίναν αφκά. Προχωρώ στο ταμείον με κάτι σκέψεις ότι το μαυρογέρημον το γάλαν, το ψουμίν τζιαι τα αφκά έπρεπεν να διατιμημένα. Αφού αποδείχτηκεν ότι ο “ελεύθερος” ανταγωνισμός το μόνον που κάμνει ένι να κουντούν τες τιμές στα ύψη. Μπαίννω στην σειράν τζιαι αμάν! Έναν έγχρωμον print out του Κασιδιάρη πα’ στον τοίχον πίσω που το ταμείον τζιαι που κάτω που την εικόναν του Αγίου Ονουφρίου. Α σιχτίρ λαλώ που μέσα μου.” Που πόξω μου λαλώ του: “Τούτον τζιει πάνω ήντα πο’ νει;“ Ο κύριος που εν συμπαθέστατος κατά τ’ άλλα τζιαι συμπεριφέρεται πολλά ανθρώπινα στους Ρουμάνους του στο στυλ “Πάρτα πράματα της κυρίας στο αυτοκίνητον”, λαλεί μου…. Εν το πιστεύκω… Εν να πα’ να βαωθώ έσσω τζιαι θα επικοινωνώ με τον έξω κόσμον με σήματα καπνού πιον. Λαλεί μου: “Ετο, εβάλαμεν τον για πλάκα χα, χα, χα….”
Όπως εβάστουν το γάλαν, το κουλλούριν τζιαι τ’ αφκά έφυα χωρίς να πλερώσω. Όϊ ως ενέργεια αντιφασιστικής διαμαρτυρίας, αλλά επειδή εχασκιάστηκα.΄Ηταν το τελειωτικόν χτύπημαν: ΔΕΝ ΕΧΩ ΧΙΟΥΜΟΡ. Τζιαι τωρά τζιαι να πάει σι΄λλιες φορές που το σούππερμαρκετ. Να μεν σε ξέρει κανένας, να μεν μιλάς με κανέναν.
Βουρά με πο’ πίσω ο Ρουμάνος: “Μάστρο εν επλέρωσες”. Διώ του το ψωμίν, το γάλαν τζιαι τ’ αφκά. Πα’ στην σιασιάραν μου εππέσαν τ’ αφκά τζι εσπάσαν. Φκάλλω κάτι ψιλά διώ του, έφυα.
Πάω σπίτιν. Τηλεόρασην εν έχω για λόγους υγείας πάλε. Κάμνω φραπέν χωρίς γάλα τζιαι κάθουμαι στο φέησμπουκ. Διώ πάνω σε έναν βίντεο με έναν μουστακαλλήν εκπρόσωπον της Άριας φυλής των Κυπραίων που ελάλεν ούλλα όσα άκουσα που το πρωϊν μαζεμένα, με γλώσσαν κακαρίστικην, άκα όπως μιλούν οι Κυπραίοι άμαν προσπαθούν να καλαμαρίσουν. Συνέντευξη σε κάποιον κανάλι ανεβασμένον στο youtube. Ευτυχώς τούτος εν έκαμνεν χιούμορ. Ευτυχώς τούτοι εν καταλάβουν που χιούμορ γιατί ήταν να μου στρίψει. Κατ’ ακρίβειαν τούτοι εν καταλάβουν τελεία, αλλά εν άλλον θέμαν. Ελάλεν τα με τόσην σοβαρότηταν, που αμέσως αποκαταστάθηκεν η αυτοποεποίθηση μου: “Εν έχασα το χιούμορ μου γιατι απλούστατα το τι συμβαίνει γυρόν μου εν εν καθόλου, μα καθόλου αστείον”.
Ύστερα αρκεύκω να θκιαβάζω τα σημάθκια τζιαι να αναγνωρίζω την τακτικήν του Κυπριακού κκόπι ππέηστ της ΧΑ: εθνικά γραφεία εργασίας “μόνον για Έλληνες” τζιαι πορείες διαμαρτυρίας με σύνθημα “όχι στους ψευδοπολιτικούς πρόσφυγες”. Κάπου αλλού είκοσι άτομα σπάζουν στο ξύλο έναν ξενον στο παναύριν πάνω σ’ άνεμον. (τούτοι εν ι-ξέρουμεν ακόμα ποιοι ένι, εν να δείξει) Υποθέτω εν να ακολουθήσουν τα λαϊκά παντοπωλεία τζιαι η εμπέδωση ενός προφίλ δήθεν φιλολαϊκού (αλλά μόνον για καθαρόαιμους), ενάντια στην μπουρζουαζία, στες τράπεζες, στον καπιταλισμόν. Ενάντια δήθεν στο σύστημα, ενώ στην ουσίαν τούτοι οι τύποι είναι το τελευταίον καταφύγιον του συστήματος άμαν σούζεται που τους θεμελιούς του. Την τακτικήν δηλαδή ακριβώς που ακολούθησεν ο Άντον Ντρέξλερ, ο πρωτεργάτης του Γερμανικού σοσιαλφασισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1930 εν μέσω κρίσης του καπιταλισμού, τζιαι που οδήγησεν στην χώραν τελικά στον Ναζισμό.
Στην βάσην όμως κάθε τέθκοιου κινήματος, εν ο εθνικισμός τζιαι τα κόμπλεξ που κουβαλά. Τίποτε άλλον. Όϊ πως το αρνούνται. Ίσια- ίσια, είδαμεν τους στην Ελλάδαν να μεταλλάσουνται που φιλογερμανούς χιτλεροναζιστές σε “απλούς” ρατσιστές εθνικιστές προσπαθώντας να παράξουν πολιτικήν υπεραξίαν πάνω στην συγκυρίαν που κακώς – τζιαι εντελώς αποπροσανατολιστικά – θέλει να συντηρεί έναν αντιγερμανικόν αίσθημα. Τωρά τελευταία παίζουν τζιαι το χαρτίν ότι έχουν διαφορές με τους Γερμανούς νεοναζί διότι εν τούτοι οι Γερμανοί Ναζί που εκατακτήσαν την Ελλάδα κάμνοντας τα όσα εκάμαν. (άλλα ελαλούσαν ως πριν λλία χρόνια).
Τούτα για τους καλαμαράες. Για τους Κυπραίους ομοϊδεάτες τους εν πιο απλόν: ισχύει όπως πάντα ο κανόνας του κκόπι ππέηστ. Τζιαι επειδή γράφοντας η αυτοποίθηση μου για το χιούμορ μου αποκαταστάθηκε, θα ήθελα πολλά να δω τους Κυπραίους να υπογράφουν μιαν δήλωσην ανάλογην τζιείνης που υπογράφαν οι πρώτοι γερμανοί σοσιαλαφασίστες της ακροδεξιάς ρατσιστικής Θούλης, της οργάνωσης του Ντρέξλερ μέσα που την οποίαν εξεφύτρωσεν το κόμμαν των Ναζί:
“… Ο υπογράφων ορκίζεται ότι εξ όσων γνωρίζει και πιστεύει ότι στις φλέβες τις δικές του ή της συζύγου του δεν ρέει Εβραϊκό αίμα ή αίμα των έγχρωμων φυλών και ότι ανάμεσα στους προγόνους τους δεν υπάρχουν πρόσωπα που ανήκουν στις έγχρωμες φυλές…”.
Τζι’ ύστερα να πα να κάμουν κανέναν τεστ DNA. Τζιαμαί να δείτε γέλιον που έσιει να ππέσει.
Γράφει: Άδωνης Φλωρίδης