Λυπούμαι παραπάνω που εν έσ̆ει πιον πλοίον της γραμμής.
Επεθύμησα ταξίδιν λάου – λάου σε κατάστρωμαν. Να τζ̆οιμούμαι μέσα σε σλήππινγκ μπαγκ που κάτω που το φουγάρο. Να μου φυσά ο αέρας της θάλασσας τζ̆αι που την πλώρην να ακούω καμιάν κιθαρούαν παλιοροκκάδικην που κανέναν ξενέρωτον Γερμανόν που την είδεν φρικιόν. Να πίννεις νερόν που το παουρούϊν σου τζ̆αι να μοιράζεσαι έναν σαλάμιν με την οικογένεια ορθόδοξων Εβραίων πάρα δίπλα που απλώσαν τα χαϊμαλιά τους στρωματσάδα. Χαλαρά, γνωρίζεις κόσμον. Κάμνεις φιλίες, ξεχνιέσαι στο απέραντο, θκιεβάζεις τζ̆αι κανέναν φτηνόν αστυνομικόν μυθιστόρημαν. Στο στραφίν πόσες φορές εφιλοξένησα σπίτιν μου ανθρώπους που εγνώρισα στο κατάστρωμα; Πόσες φορές εν με εφιλοξενήσαν σπίτιν τους σε άλλες χώρες μακρινές άνθρωποι που εγνώρισα στο πλοίον της γραμμής;
Τα αεροπλάνα πάντα επροκαλούσαν μου άγχος. Όϊ λόγω αεροφοβίας, αλλά τα γέρημα εν τόσον μοναχικά τζ̆αι μίζερα τα ταξίθκια μέσα στα αεροπλάνα. Κάθεσαι δίπλα που έναν άνθρωπον τόσες ώρες τζ̆αι η μόνη σου έννοια είναι να προλάβεις να βάλεις πρώτος το αγκώναν σου στο κοινό σ̆ερούϊν του καθίσματος. Ύστερα εν τζείνον το φρηκ σ̆όου για τους αναπνευστήρες τζ̆αι η αγωνία του να μεν κόψεις πισω που το αμαξούϊν του ντιούτι φρη την στιγμήν που εσύφτασες τζ̆αι θέλεις να πάεις αμάν-αμάν στο “μαντρίν” του αεροπλάνου.
Τα δε αεροδρόμια… ΜΙΣΩ ΤΑ! Τζ̆αι τους κανόνες ασφαλείας τους τζ̆αι το δήθεν εξυπηρετικό κρυπτο επιθετικό ύφος της πιλαντζάρισσας, τζ̆αι το άγχος αν θα σ̆ωνωστεί ο νορός που τα χαλλούμια που σου έδωσεν η θκεια σου να πάρεις του ανηψιού σου ή αν θα μυρίσουν τα ρούχα σου παστουρμάες που σου έδωσεν η άλλη σου θκεια να πάρεις του γαμπρού της. Τζ̆αι πόσα επι πλέον κιλά βαρούν. Μισώ τζ̆αι τον εξευτελισμόν του να φκάλλεις την ζώνην σου τζ̆αι τα παπούτσ̆ια σου για να περάσεις που το μηχάνημα που κάμνει πι πι πι τζ̆αι την ληστείαν του να πλερώννεις για έναν κομματούϊν πίτσαν όσον θα επλέρωννες για έναν ολόκληρον μερίν αρνήσιον.
Ύστερα εν το κούντημαν μόλις κάτσει το αεροπλάνον ποιος εν να φκει πρώτος. Να σου αννοίει ο άλλος το αρμαρούϊν που πάνω που την τζέφαλήν σου τζ̆αι να τρώεις κατάκκελλα την πότσα της πέρτικας, άκα φέημους γκράουζ. Μισώ την δήθεν λάϊτ επίσης κρυπτοεπιθετική μουσική με σαξόφωνο μπελ κάντο που παίζει μόλις κάτσει το αεροπλάνον τζ̆αι το μπάϊ-μπάϊ που τα μεγάφωνα, νάκκον σαν τον πολογιαστόν να πούμεν. Απεχθάνομαι να βουρώ που το έναν γκέητ στο άλλον να προλάβω την επόμενην πτήσην, ειδικά άμαν τζ̆υλάς τζ̆αι αμαξούαν με μωρόν μέσα. Νεκατσ̆ω να με κρατούν ώρες για ανάκρισην γιατί είχα μεσ’ στην βαλίτσαν μου έναν ρολόϊν τοίχου αττίκα που μου εκάμαν δώρον. Νευριάζω να βουρώ τζ̆αι αντί δήθεν να με εξυπερετούν να τους ικανοποιώ την ανάγκην να υπογραμμίζουν την μικρή τους εξουσίαν.
Τζ̆αι ούλλα τούτα την στιγμήν που θα εμπορούσα να αγναντεύω τον ορίζονταν στην πρύμνην τζ̆αι να σύρνω πισκοττούθκια σους γλάρους.
Το αεροπλάνον εν το φαστ φουντ των ταξιθκιών. Ζήτω οι άγονες γραμμές τζ̆αι όποιος βιάζεται ας σκοντάφτει.
Γράφει: Άδωνις Φλωρίδης