Παρακολουθώ με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την προεκλογική εκστρατεία για τις επικείμενες εκλογές της 17ης Φεβρουαρίου…
Παρά την κρισιμότητα των πολιτικών διακυβευμάτων, το επίπεδο του πολιτικού λόγου, η ευρύτητα και το βάθος των επιχειρημάτων και κυρίως το επίπεδο των δύο debate, δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των περιστάσεων. Οι τρεις βασικοί υποψήφιοι αναλώνονται σε γενικολογίες, παράλληλους μονολόγους και αλληλοκατηγορίες που στην πλειοψηφία τους δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για την κυπριακή κοινωνία. Αυτό, βέβαια, δεν αποτελεί καινοτομία για την κυπριακή πολιτική σκηνή. Αντίθετα, τα τελευταία χρόνια, είναι μάλλον το μόνιμο σκηνικό των προεκλογικών περιόδων.
Εκείνο, όμως, που πραγματικά εντυπωσιάζει είναι η επιμονή στη σημασία και τον ρόλο του «ηγέτη», όπως αυτή αποτυπώνεται στα Μ.Μ.Ε και αναδεικνύεται από τα επιτελεία των τριών υποψηφίων. Δεν είναι τυχαίο ότι και οι τρεις επιλέγουν στα βασικά τους προεκλογικά σλόγκαν τη λέξη «ηγέτης» προσπαθώντας, προφανώς, να πείσουν το εκλογικό ακροατήριο για τις ηγετικές ικανότητές τους και για την δυνατότητα -που μόνο αυτοί έχουν- να βγάλουν την κοινωνία από τη δυσμενή της θέση. Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι όλες οι δημοσιογραφικές αναλύσεις εμμένουν στον καθοριστικό ρόλο που θα διαδραματίσει ο συγκεκριμένος παράγοντας στο αποτέλεσμα των εκλογών.
Αντιλαμβάνομαι ότι σε ένα προεδρικό σύστημα, όπως είναι το κυπριακό, έχει ιδιαίτερη σημασία η προσωπικότητα και οι ικανότητες του Προέδρου. Ωστόσο, ο περιορισμός των πολιτικών κριτηρίων σε αυτά και μόνο τα χαρακτηριστικά, οδηγεί σε έναν προσωποκεντρισμό, που τελικά κινδυνεύει να εκτραπεί σε προσωπολατρεία. Σπανίως κάποιος υποψήφιος θα αναφερθεί στην αξία της μαζικής κινητοποίησης, των κοινωνικών κινημάτων, της διεκδίκησης, της κοινωνικής οργάνωσης. Σπανίως επίσης, οι υποψήφιοι θα αναφερθούν στην κοινωνία ως κινητήρια δύναμη των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων.
Ο λόγος που εκφράζεται στην κεντρική πολιτική σκηνή δεν είναι ποτέ ουδέτερος. Αντίθετα, παράγει και τροφοδοτεί συγκεκριμένες αναπαραστάσεις για την κοινωνία και τους κοινωνικούς δρώντες. Έτσι, η έμφαση στον ηγετικό ρόλο των πολιτικών προσώπων, διαμορφώνει περισσότερο μια αντίληψη ανάθεσης και υποκατάστασης της κοινωνίας και λιγότερο συμμετοχής και διεκδίκησης των κοινωνικών δυνάμεων. Μια αντίληψη, δηλαδή, που κωδικοποιείται σε μια συνθηματολογία «για την κοινωνία» και όχι σε ένα πρόγραμμα «με την κοινωνία» ή και «από την κοινωνία».
Η τάση αυτή, θα μπορούσε ίσως να παρέχει ορισμένες ερμηνείες και για την αυξανόμενη αποχή που καταγράφεται σε όλες τις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις και η οποία αναμένεται ιδιαίτερα ενισχυμένη στις επικείμενες εκλογές. Μήπως, τελικά, αυτή σχετίζεται με την αποστροφή της κοινωνίας σε αυτού του είδους την πολιτική κουλτούρα; Αλήθεια, δεν προβληματίζει τις πολιτικές ηγεσίες του τόπου, αν ηγούνται του μισού περίπου εκλογικού σώματος; Ζούμε σε μια εποχή, όπου όλοι οι μεγάλοι στοχαστές υποδεικνύουν το δημοκρατικό έλλειμμα, την εξιδανίκευση της αγοράς έναντι των θεσμών και της πολιτικής. Σε μια εποχή, όπου είναι κοινός τόπος ότι η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική αλλά κυρίως κρίση της πολιτικής. Σε αυτή τη συγκυρία, η ανάδειξη συλλογικών αξιών και προταγμάτων είναι κρισιμότερη από τις προσωπικές ικανότητες ενός πολιτικού προσώπου.
Κλείνοντας, θα έλεγα ότι η προσήλωση σε έναν πολιτικό ηγετισμό, αποκρύπτει την πολυπλοκότητα των ιστορικών και κοινωνικών συσχετισμών. Κατ’ επέκταση οδηγεί σε μια εντελώς περιοριστική αποτίμησή τους. Πόσοι από εμάς πραγματικά πιστεύουμε ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει διαχρονικά η κυπριακή κοινωνία πηγάζουν αποκλειστικά από το πόσο κακοί ηγέτες ήταν ο Μακάριος και ο Γρίβας, ο Κυπριανού και ο Λυσσαρίδης, ο Βασιλείου και Κληρίδης, ο Παπαδόπουλος και ο Χριστόφιας; Διαβάζοντας την ιστορία από ένα διαφορετικό πρίσμα, σε μια προοπτική σύνδεσης της κοινωνίας με τις πολιτικές εξελίξεις, οι δυνατότητες αλλαγής και υπέρβασης της κρίσης ίσως διευρυνθούν.
Γράφει: Αδάμος Ζαχαριάδης