Η συμφωνία της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής πλευράς, όπως αυτή αποτυπώνεται στο «κοινό ανακοινωθέν», συνεπάγεται την επανέναρξη των συνομιλιών μετά από διακοπή ενάμιση χρόνου και αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.
Είναι σαφές ότι το «κοινό ανακοινωθέν» δεν συνιστά σχέδιο τελικής επίλυσης. Αυτό, θα προκύψει από τις συνομιλίες και βεβαίως θα τεθεί προς έγκριση ή απόρριψη σε ξεχωριστά δημοψηφίσματα των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Πρόκειται, δηλαδή, για μια εξέλιξη η οποία βγάζει τη διαδικασία από τον «πάγο» και ξαναβάζει το Κυπριακό σε τροχιά επίλυσης.
Στο κείμενο που δόθηκε στη δημοσιότητα διασφαλίζεται η διζωνική, δικοινοτική, ομοσπονδία με μία κυριαρχία, μία ιθαγένεια και μία διεθνή προσωπικότητα. Επιπλέον, υπάρχει ρητή απαγόρευση οποιωνδήποτε πιθανών αποσχιστικών τάσεων με ενισχυμένη, μάλιστα, αναφορά σε σχέση με προηγούμενα προσχέδια. Προφανώς, σε ένα τέτοιο κείμενο υπάρχουν ασάφειες, παραλείψεις και κενά, που θα αποτελέσουν άλλωστε και το αντικείμενο των ίδιων των διαπραγματεύσεων.
Τόσο το ΑΚΕΛ όσο και μικρότερες αριστερές συλλογικότητες της Κύπρου εξέφρασαν την υποστήριξή τους στην επανέναρξη των συνομιλιών, υπογραμμίζοντας τα ζητήματα που χρήζουν διαπραγμάτευσης και ταυτόχρονα επισημαίνοντας ότι σε ορισμένα από αυτά είχε επιτευχθεί σύγκλιση στις διαπραγματεύσεις Χριστόφια – Ταλάτ.
Οι αντιδράσεις που έχουν προκληθεί στην Ελλάδα ακόμα και σε μέρος της Αριστεράς είναι βιαστικές, αδικαιολόγητες, ακατανόητες και αβάσιμες. Το όποιο σχέδιο προκύψει θα είναι, προφανώς, προϊόν συμβιβασμού τόσο λόγω των σημερινών, εσωτερικών και εξωτερικών δεδομένων, όσο και λόγω των δεδομένων που δημιούργησαν η στασιμότητα και η αδυναμία επίτευξης λύσης εδώ και σαράντα χρόνια. Επιπλέον, η διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία είναι συμφωνημένη θέση εδώ και πάρα πολλά χρόνια και μόνο η ακροδεξιά την αμφισβητεί. Η ομοσπονδία δεν αποτελεί υποχώρηση της ελληνοκυπριακής πλευράς αλλά αποδοχή της πραγματικότητας και απόφαση ότι στην Κύπρο υπάρχουν δύο ισότιμες πολιτικά κοινότητες, εξίσου υπεύθυνες να ορίζουν την τύχη του τόπου. Και κυρίως αποτελεί συνειδητοποίηση ότι μόνο με αυτόν τον τρόπο θα σταματήσει η κατοχή του νησιού.
Έχουμε τη βεβαιότητα ότι κανένα σχέδιο δεν είναι ικανό να λύσει όλες τις πολιτικές πτυχές του προβλήματος. Το Σύνταγμα του 1960 και ο τρόπος με τον οποίο καταλήξαμε από το ενιαίο κράτος στο πραξικόπημα και την εισβολή αποτελεί την πιο τρανταχτή επιβεβαίωση αυτού. Τη λύση θα την κάνουν «βιώσιμη και λειτουργική» οι Κύπριοι. Πιθανή επίλυση του Κυπριακού θα ανοίξει νέες δυνατότητες και για την Αριστερά στις δύο κοινότητες. Θα υποβαθμίσει το ρόλο συντηρητικών θεσμών, όπως η εκκλησία και ο στρατός, θα εξαλείψει τα υπέρογκα ποσά για στρατιωτικούς εξοπλισμούς και κυρίως θα δημιουργήσει τη δυνατότητα στις δύο κοινότητες να αναπτύξουν δυναμικές συνεργασίας, αλληλεγγύης, κοινής πάλης και αγώνων. Κι αυτό δεν μπορούν να το ελέγξουν οι συστημικές δυνάμεις.
Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Είτε θα υπάρξει λύση είτε θα ζήσουμε την οριστική διχοτόμηση της Κύπρου. Η πάροδος του χρόνου παγιώνει τη διχοτόμηση τόσο επί του εδάφους όσο και στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Για αυτό, η επανένωση της Κύπρου συνιστά αδήριτη ανάγκη και άμεση προτεραιότητα.
Η Αριστερά οφείλει να δώσει τη μάχη με τις δικές της αξίες και χαρακτηριστικά. Να διαμορφώσει ένα διαφορετικό πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο που θα αλλάζει το ιστορικό παράδειγμα και θα μετατρέπει την Κύπρο σε υπόδειγμα ειρήνης, ευημερίας, αλληλεγγύης και συνύπαρξης. Ας δώσουμε στην ελπίδα την τελευταία της ευκαιρία.
Αναγνωστοπούλου Σία (μέλος Κ.Ε. ΣΥΡΙΖΑ)
Ζαχαριάδης Αδάμος (μέλος νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ)
Καραγιαννίδης Χρήστος (βουλευτής Δράμας, ΣΥΡΙΖΑ)
Δημοσιεύτηκε αρχικά στο “REDNotebook”.
Γράφει: Αδάμος Ζαχαριάδης