Home CyprusViews Κενά, Αδυναμίες και Κίνδυνοι για τα Παιδιά με Ιδιαίτερη Ευαλώτητα. Του Στέφανου...

Κενά, Αδυναμίες και Κίνδυνοι για τα Παιδιά με Ιδιαίτερη Ευαλώτητα. Του Στέφανου Δημητρίου

Περί Κανονισμών Λειτουργίας των Δημόσιων Σχολείων Μέσης (και Τεχνικής) Εκπαίδευσης Νόμος. Κενά, Αδυναμίες και Κίνδυνοι για τα Παιδιά με Ιδιαίτερη Ευαλώτητα

 


Σε πρόσφατο άρθρο του Νομικού Μιχάλη Παρασκευά στον Φιλελεύθερο (17/1/2021), που περιέγραψε την ανάγκη για Συνταγματική Μεταρρύθμιση, αναφέρθηκε μεταξύ άλλων για την διαφθορά που αναπόφευκτα επιφέρει η απόλυτη εξουσία (π.χ …Ο ιστορικός Λόρδος Άκτον, … τη διαπίστωσή του πως «η εξουσία τείνει να διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα», … «Ο Μοντεσκιέ, νομομαθής, συγγραφέας και φιλόσοφος του Διαφωτισμού… κάθε άνθρωπος που ασκεί εξουσία τείνει εις κατάχρησιν αυτής»).

Αν και η πιο πάνω αναφορά θα μπορούσε να βρει αρκετές συσχετίσεις σε διάφορα θέματα, λόγω της φύσης του επαγγέλματος μου ως Σχολικός Ψυχολόγος στα Δημόσια Σχολεία τα τελευταία 12 περίπου χρόνια, θα προσπαθήσω να καταγράψω τη δική μου άποψη, όσον αφορά στις αποφάσεις των Καθηγητικών Συλλόγων, τα σημεία που θεωρώ ότι υπάρχουν κενά και πως αυτά αναπόφευκτα αφήνουν περιθώρια, είτε για κατάχρηση αυτής της εξουσίας, είτε για λανθασμένες αποφάσεις, το λιγότερο άδικες προς τους ανήλικους μαθητές. Ειδικότερα δε, σε περιπτώσεις παιδιών με ιδιαίτερη ευαλώτητα (λόγω του βεβαρημένου αναπτυξιακού τους ιστορικού), μια απόφαση του αρμόδιου Καθηγητικού Συλλόγου που δεν λαμβάνει υπόψη επαρκώς αυτή την ευαλώτητα, δύναται να γίνει καταστροφική για το ίδιο το παιδί, σε σημείο μάλιστα που να κινδυνέψει άμεσα η ζωή του.

Τα Σημεία

Ξεκινώντας, θα πρέπει να αναφέρω ότι, οι ίδιοι οι Κανονισμοί, είναι αρκετά σαφείς και περιγραφικοί ως προς την αναγνώριση ευάλωτων παιδιών και παρέχουν αρκετά σημεία ως προς τους τρόπους που  αυτά τα παιδιά θα πρέπει να τυγχάνουν αντιμετώπισης από την σχολική μονάδα. Ήδη, ένα από τα πρώτα σημεία των Κανονισμών, θέτει τις βάσεις και τις Αρχές με τις οποίες θα πρέπει να διαίπεται η ερμηνεία και εφαρμογή τους. Υποδηλώνεται δηλαδή ότι, ανεξάρτητα από το κατά πόσο αναφέρεται σε συγκεκριμένο άρθρο ή μη, η εφαρμογή τους θα πρέπει να γίνεται με «σεβασμό στο εγγενές δικαίωμα του παιδιού στη ζωή, επιβίωση και στην ανάπτυξη» (3-1β), «λαμβάνοντας υπόψη πρωτίστως το συμφέρον του παιδιού» (3.1δ), ενώ θα πρέπει να «λαμβάνεται υπόψη επίσης η ηλικία του παιδιού, ο βαθμός ωριμότητας του, η υγεία του, η διανοητική και φυσική του ανάπτυξη και κατά πόσο αυτό για οποιοδήποτε λόγο βρίσκεται σε ευάλωτη κατάσταση, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες διαβίωσης και ανατροφής του» (3-2).

Επιπλέον, στο σημείο 16.1γ αναφέρεται ρητώς η «ανάγκη εξέτασης κάθε περίπτωσης ξεχωριστά, και αποφυγή γενικεύσεων που έχουν τυπική αντικειμενικότητα, αλλά δεν περιέχουν την ουσιαστική πτυχή της θεώρησης ειδικών λόγων ή συνθηκών, που πιθανόν να τεκμηριώνουν περαιτέρω εξέταση/ μελέτη και λήψη απόφασης». Πέρα από αυτό, το σημείο 16.1δ υποδεικνύει τις περιπτώσεις όπου θα πρέπει να εφαρμόζεται «λελογισμένη επιείκεια», και ανάμεσα στις περιπτώσεις συγκαταλέγονται : α) σοβαρά προβλήματα υγείας, β) Επίδειξη ουσιαστικής βελτίωσης και προόδου παρά τις αντιξοότητες του περιβάλλοντος του, ή και των προσωπικών του αδυναμιών και γ) σοβαρά προσωπικά ή/και οικογενειακά προβλήματα.

Τέλος, στο μέρος VI των Κανονισμών (σημείο 25.9), καταγράφεται επίσης ότι: «κάθε απόφαση καταχωρείται στο βιβλίο πράξεων του συλλόγου και πρέπει να είναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ (η έμφαση προστέθηκε»).

Σχετικά σημεία που απορρέουν από τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του παιδιού

            Στο σημείο αυτό θεωρώ σημαντικό να αναφέρω επίσης ότι υπάρχουν αρκετά άρθρα (δείτε πιο κάτω) στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (κυρωτικό νόμος 1990), τα οποία είναι σχετικά και τα οποία ενσωματώνονται με κάποιο τρόπο στους Σχολικούς Κανονισμούς.

Άρθρο 2

«Τα Συμβαλλόμενα Κράτη υποχρεούνται να σέβονται τα δικαιώματα, που αναφέρονται στην παρούσα Σύμβαση και να τα εξασφαλίζουν σε κάθε παιδί….»

Άρθρο 3

  1. «Σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού».

Άρθρο 6

  1. «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν ότι κάθε παιδί έχει εγγενές δικαίωμα στη ζωή».
    2. «Τα Συμβαλλόμενα κράτη μέρη εξασφαλίζουν, στο μέτρο του δυνατού, την επιβίωση και την ανάπτυξη του παιδιού».

Άρθρο 28

  1. «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα του παιδιού στην εκπαίδευση και…… «Παίρνουν μέτρα για να ενθαρρύνουν την τακτική σχολική φοίτηση και τη μείωση του ποσοστού εγκατάλειψης των σχολικών σπουδών» (σημείο ‘ε’)
  2. «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη παίρνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την εφαρμογή της σχολικής πειθαρχίας με τρόπο που να ταιριάζει στην αξιοπρέπεια του παιδιού ως ανθρώπινου όντος, και σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση».

Άρθρο 39

«Τα Συμβαλλόμενα Κράτη οφείλουν να παίρνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να προάγουν τη σωματική και ψυχολογική ανάρρωση και την κοινωνική επανένταξη κάθε παιδιού…».

Συμπερασματικά, θα πρέπει να είναι εμφανές ότι, αν υπάρχουν δεδομένα τα οποία υποδεικνύουν πιθανή σχολική εγκατάλειψη, ή αύξηση της πιθανότητας ένα παιδί να οδηγηθεί σε επιδείνωση της ψυχολογικής (ή άλλης) του κατάστασης, ή του ρίσκου να βλάψει τον εαυτό του, τότε ο Καθηγητικός Σύλλογος, οφείλει να δώσει προτεραιότητα σε αυτά τα δεδομένα και να διασφαλίσει ότι η απόφαση του, δεν επηρεάζει δυσμενώς το καλώς νοούμενο συμφέρον του παιδιού. Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου οι κανονισμοί αναφέρουν κάτι διαφορετικό, ο περί της Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικός) Νόμος του 1990, πρέπει να είναι πάνω από τους Κανονισμούς Λειτουργίας των Σχολείων Μέσης (και Τεχνικής) Εκπαίδευσης, αφού αυτό υποδεικνύει το καλώς νοούμενο συμφέρον του παιδιού. Εξάλλου, το Άρθρο 41 αναφέρει ξεκάθαρα ότι μόνο όταν οι τοπικοί Κανονισμοί και Νόμοι είναι ευνοϊκότεροι υπερτερούν της παρούσας σύμβασης («Καμιά από τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης δεν θίγει διατάξεις ευνοϊκότερες για την πραγματοποίηση των δικαιωμάτων του παιδιού και οι οποίες είναι δυνατόν να περιέχονται: α) Στη νομοθεσία ενός Συμβαλλόμενου Κράτους ή β) Στο ισχύον για το Κράτος αυτό διεθνές δίκαιο»).

Ένα σχετικό παράδειγμα θα μπορούσε να είναι ο Κανονισμός που αφορά στον αριθμό απουσιών για στασιμότητα, κάτι που ΔΕΝ θα έπρεπε να υπερτερεί, της αύξησης της πιθανότητας σχολικής εγκατάλειψης ή/και της πιθανότητα επιδείνωσης της συναισθηματικής κατάστασης τους παιδιού, ή της πιθανότητας να βλάψει τον εαυτό του.

Οι Αδυναμίες

            Παρόλο που όπως προανάφερα, οι Σχολικοί Κανονισμοί ενσωματώνουν επαρκώς τα πιο πάνω, εντούτοις, ΔΕΝ διασφαλίζουν ότι είναι υποχρέωση των διδασκόντων στην σχολική μονάδα να τα ακολουθούν! Με βάση την μακρόχρονη εμπειρία μου ως Σχολικός Ψυχολόγος στα σχολεία, αλλά και τις κατά καιρούς υποδείξεις άλλων θεσμών (π.χ Επίτροπος Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού, Παγκύπρια Συνομοσπονδία Γονέων), διαπιστώνω ότι υπάρχουν δύο κύρια κενά και αδυναμίες:

Πρώτον: Οι εξαιρέσεις που αναφέρονται στους Κανονισμούς, δεν συνοδεύονται με ξεκάθαρη υποχρέωση των σχολείων να τις εφαρμόσουν. Αν και αυτό θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, σε πολλές περιπτώσεις αποδεικνύεται ότι δεν είναι. Αυτό καταδεικνύει λάθη «νομιμότητας» (δες επόμενη ενότητα), όπως έχει κατά καιρούς υποδειχθεί και που επίσης καταγράφεται σε Πρακτικά της Επιτροπής Διαμόρφωσης των Κανονισμών Δημόσιων Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης (από τώρα και στο εξής «η Επιτροπή Διαμόρφωσης των Κανονισμών»). Η συγκεκριμένη επιτροπή συστάθηκε το 2019 επί Υπουργείας Δρος. Κώστα Χαμπιαούρη, με στόχο τη βελτίωση των Κανονισμών, ωστόσο, δυστυχώς, έχει σταματήσει να λειτουργεί μετά την αποχώρηση του ίδιου από το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας (ΥΠΠΑΝ). Όταν μια απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη της όλα τα δεδομένα που αφορούν στο παιδί, δηλαδή, δεν έχουν ληφθεί υπόψη οι εξαιρέσεις στις οποίες η περίπτωση πιθανόν να εμπίπτει, αλλά έχουν ληφθεί υπόψη μόνο τα σημεία που την καταδικάζουν, τότε η απόφαση αυτή ΔΕΝ μπορεί να θεωρηθεί επαρκώς αιτιολογημένη και συνεπώς, θα πρέπει  να θεωρείται ως άκυρη.

Δεύτερο: Δεν υπάρχει κανένας έλεγχος επί των αποφάσεων. Παρόλο που στο σημείο 25.9 των Κανονισμών, όπως ήδη ανέφερα πιο πάνω, οι ληφθείσες αποφάσεις θα πρέπει να είναι απολύτως αιτιολογημένες, δυστυχώς, υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις που δεν είναι, ακριβώς γιατί έχουν επικεντρωθεί στις παραβάσεις των Κανονισμών, ενώ δεν έχουν ληφθεί καθόλου υπόψη οι εξαιρέσεις, οι οποίες αναφέρθηκαν πιο πάνω. Επιπλέον, αξίζει να αναφέρω ότι, σε Συνεδρία της Επιτροπής Διαμόρφωσης των Κανονισμών, αναφέρθηκε επίσης ρητώς ότι «οι αποφάσεις θα πρέπει να βασίζονται στους Κανονισμούς και ότι, αποφάσεις χωρίς τεκμηρίωση, θεωρούνται άκυρες (πρακτικά 23/7/19). Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει κανένας τρόπος αξιολόγησης των αποφάσεων αν προκύψει ανάγκη, ούτε ο γονιός έχει κάποιο δικαίωμα ένστασης, αφού οι αποφάσεις αυτές θεωρούνται «τελεσίδικες» (πέραν της περίπτωσης της «Αποβολής Διαπαντός»).

Σε περιπτώσεις όπου αποφάσεις ήταν εξόφθαλμα άδικες και καταχρηστικές και έφτασαν με διάφορους τρόπους στο ΥΠΠΑΝ, ο μόνος τρόπος ανατροπής τους ήταν η εισήγηση του ίδιου του Υπουργού, ή του Γενικού Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης, για να σταλεί πίσω η συγκεκριμένη απόφαση στον (ίδιο!) τον Καθηγητικό Σύλλογο για αναίρεση της. Δηλαδή, οι ίδιοι άνθρωποι που αρχικά είχαν εξάγει την αρνητική απόφαση, καλούνται να συνεδριάσουν εκ νέου και να αναιρέσουν την δική τους πρωταρχική απόφαση. Αυτό προϋποθέτει ότι: α) Θα αποδεχθούν να επαναφέρουν την περίπτωση για επανεξέταση και β)  Θα αποφασίσουν τελικά (τα ίδια άτομα) να αναιρέσουν τον εαυτό τους (!!).

Λάθη Νομιμότητας

Λάθη «Νομιμότητας» υπάρχουν όταν ο Καθηγητικός Σύλλογος ΔΕΝ έχει λάβει υπόψη του τα ιδιαίτερα δεδομένα που αφορούν το κάθε παιδί και τα οποία εμπίπτουν στις εξαιρέσεις όπως καταγράφονται στους Κανονισμούς (και συνεπώς η απόφαση δεν μπορεί να θεωρείται τεκμηριωμένη (και άρα είναι έκνομη).

Η μη ανάληψη ευθύνης και η έλλειψη δυνατότητας αξιολόγησης αυτών των αποφάσεων, αφήνει περιθώρια κατάχρησης του θεσμού και οδηγεί σε μια εξουσία που φαντάζει τρομακτική, ιδιαίτερα επειδή ο Καθηγητικός Σύλλογος έχει  την «δικαστική» ισχύ να αποφασίζει για το μέλλον ενός παιδιού, κάποιες φορές κάτω από συναισθηματικούς παράγοντες, χωρίς την απαιτούμενη μελέτη όλων των δεδομένων.

Τα πιο πάνω είναι πολύ σοβαρά ιδιαίτερα όταν μιλάμε για παιδιά (ανήλικους μαθητές). Αν για παράδειγμα κάποιος εκπαιδευτικός πιστεύει στην απόλυτη τιμωρία του μαθητή και αρχίσει να γίνεται έντονος στον Καθηγητικό Σύλλογο, τότε πολλοί συνάδελφοι του πιθανόν, συνειδητά ή ασυνείδητα, να συνταχθούν μαζί του, χωρίς να δοθεί ευκαιρία να επεξεργαστούν και τις υπόλοιπες πληροφορίες που αφορούν το παιδί  και που πιθανόν να δικαιολογούν, ή έστω να «ελαφραίνουν» τον μαθητή, κάτι που ίσως να οδηγούσε σε θετική, ή μειωμένη καταδικαστική απόφαση.

Ενδεικτικά αναφέρω τη δική μου εμπειρία, οπού ζήτησα και συμμετείχα σε κάποιες συνεδρίες Καθηγητικού Συλλόγου, για να μπορέσω να επικοινωνήσω επαρκώς το ιδιαίτερα τραυματικό ιστορικό συγκεκριμένων περιπτώσεων. Η εμπειρία μου ήταν ΆΚΡΩΣ τραυματική, αφού βίωσα την απόλυτη ακύρωση του επαγγέλματος και της επιστήμης μου, με καταιγισμό λεκτικών αρνητικών επιθέτων. Ήταν η πρώτη επιβεβαίωση ότι σε κάποιες περιπτώσεις, στις συνεδρίες αυτές μπορεί να κυριαρχήσει το συναίσθημα. Δεν έχει σημασία εάν αυτό συμβαίνει κάποιες φορές, ή αν αποτελούν εξαιρέσεις του κανόνα. Όταν αναφερόμαστε σε ανήλικους μαθητές, κάτι τέτοιο δεν πρέπει να είναι αποδεκτό. Οι αποφάσεις θα πρέπει να στηρίζονται σε αντικειμενικούς παράγοντες, ενώ το κύριο κριτήριο, θα πρέπει να είναι πάντα το καλός νοούμενο συμφέρον του παιδιού.

 Σε μη τεκμηριωμένες αποφάσεις πιθανόν επίσης να οδηγήσει το γεγονός ότι η απόφαση είναι απλά πλειοψηφική, μόνο από τους παρόντες (οι οποίοι μπορεί να αποτελούν ένα αρκετά μειωμένο αριθμό του εκπαιδευτικού προσωπικού, φαινόμενο που είχε γίνει ιδιαίτερα έντονο κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Κοβιντ-19, που προέκυψε κατά τις χρονιές 2020-2021). Ειδικότερα δε, όταν αποφάσεις για αρκετά παιδιά λαμβάνονται εντός μια συγκεκριμένης συνεδρίας, κάτι που αναπόφευκτα οδηγεί στο ερώτημα κατά πόσο τέτοιες αποφάσεις μπορούν να είναι τεκμηριωμένες, αφού είναι αδύνατον να ακουστούν και να τύχουν επεξεργασίας, όλες οι εξατομικευμένες πληροφορίες που αφορούν τον καθένα/καθεμία μαθητή/τρια ξεχωριστά, σε μια και μόνο συνεδρία. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι, ο συνολικός αριθμός των εκπαιδευτικών σε ένα σχολείο μπορεί να είναι 50-60 άτομα (και κάποιες φορές πολύ περισσότεροι), ενώ μόνο κάποιοι από αυτούς (π.χ 10-12) κάνουν μάθημα, ή γνωρίζουν επαρκώς τον μαθητή.

Σαφώς δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πλείστοι εκπαιδευτικοί κάνουν σωστά τη δουλειά τους και πολλοί Καθηγητικοί Σύλλογοι χρησιμοποιούν την διακριτική τους εξουσία για να βοηθήσουν τους/τις μαθητές/τριες εκεί και όπου χρειάζεται. Δυστυχώς όμως, στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς, βλέπουμε να συμβαίνει το ίδιο σενάριο, κάποια σχολεία να μην διερευνούν η και να συζητούν εις βάθος την κάθε περίπτωση, με αποτέλεσμα, σε πολλές περιπτώσεις, οι αποφάσεις τους να είναι, κατά τη γνώμη μου, το λιγότερο αντιπαιδαγωγικές, άδικες και μη δεόντως αιτιολογημένες. Σε περιπτώσεις παιδιών που βρίσκονται σε ιδιαίτερη ευαλώτητα, τέτοιοι ρηχοί και επιπόλαιοι χειρισμοί, μπορούν να είναι ιδιαίτερα καταστροφικοί, ή και μοιραίοι, για τη ζωή και το μέλλον ενός παιδιού.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, αρκετά παραδείγματα λανθασμένων αποφάσεων έχουν φτάσει με επιστολές σε επίπεδο ΥΠΠΑΝ, οι πλείστες από τις οποίες έχουν αλλάξει, ακριβώς διότι η παραβίαση των Κανονισμών ήταν εξόφθαλμη.  Ενδεικτικά αναφέρω περιπτώσεις που έχουν φτάσει στο ΥΠΠΑΝ και οι οποίες αφορούν μαθητές/τριες με βεβαρημένα αναπτυξιακά ιστορικά, δυσλειτουργικά οικογενειακά περιβάλλοντα, όπου υπήρχαν κακοποιήσεις (σεξουαλικές ή άλλες), ιστορικό αποπειρών αυτοκτονίας, παραμονής των παιδιών στο Τμήμα Ενδονοσοκομειακής Νοσηλείας Εφήβων του Μακάριου Νοσοκομείου (ΤΕΝΕ) κ.ο.κ. στις οποίες, οι αποφάσεις των Καθηγητικών Συλλόγων ήταν ιδιαίτερα καταδικαστικές και θα μπορούσαν να αποβούν μοιραίες για τους ανήλικους. Τέτοιες «άδικες» αποφάσεις μπορεί επίσης να προκύψουν, εκτός από τις περιπτώσεις  που αφορούν στασιμότητα και σε θέματα επιβολής παιδαγωγικών μέτρων, ή μείωσης διαγωγής, όπου οι μαθησιακές ή παραβατικές δυσκολίες να συνυπάρχουν για παράδειγμα, με δυσλειτουργικά οικογενειακά περιβάλλοντα, ιστορικό κακοποίησης, ή θάνατο γονιού, δεδομένα που επίσης να μην ληφθούν υπόψη  στη λήψη απόφασης για μειωμένη ποινή, ή και ακόμα για να μην καταδικαστεί το παιδί.

Λάθη Ουσίας

Λάθη «ουσίας» αναφέρονται στις περιπτώσεις όπου οι διαδικασίες έχουν ακολουθηθεί επαρκώς, αλλά η ερμηνεία των δεδομένων και πληροφοριών ενδέχεται να είναι λανθασμένη, λόγω της αδυναμίας του Καθηγητικού Συλλόγου να αντιληφθεί τη βαρύτητα ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάποιου/ας μαθητή/τριας που εμπίπτουν στις κατηγορίες των ευάλωτων μαθητών, για παράδειγμα, όταν συνυπάρχουν Ψυχολογικοί ή Ιατρικοί παράγοντες. Δίνεται δηλαδή η «διακριτική ευχέρεια» στους Καθηγητικούς Συλλόγους να αποφασίσουν διαφορετικά, για θέματα ωστόσο που δεν είναι σε θέση να κατέχουν και να εκτιμήσουν την σοβαρότητα αυτών και πως αυτά επηρεάζουν την μαθησιακή πορεία, ή τη συμπεριφορά των μαθητών.

Συνεπώς, αν και σε αυτές τις περιπτώσεις, ενδεχομένως ο Καθηγητικός Σύλλογος έχει ακολουθήσει όλες τις νόμιμες διαδικασίες, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι έχει φτάσει στο καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, ή στο αποτέλεσμα το οποίο είναι προς το καλύτερο συμφέρον του παιδιού. Και εδώ είναι  που δημιουργείται η ανάγκη δημιουργίας ενός Δευτεροβάθμιου Σώματος, στο οποίο ο γονιός που αισθάνεται αδικημένος να μπορεί να καταφύγει. Είναι αδιανόητο, ένα σώμα/ θεσμός, να έχει τέτοια ισχύ και να αφήνονται περιθώρια λαθών (συνειδητών ή μη), ειδικά όταν έχει στην ευθύνη του ανήλικους μαθητές. Είναι επίσης αδιανόητο οι αποφάσεις αυτές να είναι οριστικές και τελεσίδικες και να μην επιδέχονται καμιάς κριτικής ή ελέγχου. Είναι ίσως το μοναδικό σώμα/ θεσμός (Πέραν ίσως των Ανωτάτων Δικαστηρίων), οι αποφάσεις του οποίου δεν υπόκεινται σε κανένα έλεγχο!

Τα παραδείγματα μη  επαρκών τεκμηριωμένων αποφάσεων είναι αρκετά και πολλά από αυτά, καταγραμμένα σε επιστολές. Παρόλα αυτά δεν φαίνεται να αλλάζει κάτι προς βελτίωση της κατάστασης. Αν έστω και μια περίπτωση έχει τραγική κατάληξη, ενώ θα μπορούσαμε, μέσω διαδικασιών και αποφάσεων, να την αποτρέψουμε, τότε θα έχουμε αποτύχει ως Πολιτεία και ως Εκπαιδευτικό Σύστημα. Αν μας έχει διδάξει κάτι η περίπτωση του Στυλιανού, ας φανεί τώρα! Ας προβούμε σε εκείνες τις απαραίτητες διορθωτικές ενέργειες, για μια φορά, ΠΡΟΤΟΥ να συμβεί ένα τραγικό συμβάν.

Εισηγήσεις

Οι πιο κάτω εισηγήσεις κατατέθηκαν στο ΥΠΠΑΝ, αλλά και στην Επιτροπή Διαμόρφωσης των Κανονισμών, όταν αυτή λειτουργούσε το 2019. Επισημαίνω επίσης ότι οι εισηγήσεις, είναι ευθυγραμμισμένες με το περιεχόμενο της Επιστολής της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού Κας Λήδας Κουρσουμπά, όπως αυτή διαβάστηκε στις 14/06/2019, στα πλαίσια των συνεδριάσεων της συγκεκριμένης επιτροπής:

  1. Δημιουργία Πρωτοκόλλου (ή Οδηγού) Διαδικασίας Λήψης Απόφασης, ούτως ώστε οι αποφάσεις που αφορούν τους μαθητές, να είναι όσο το δυνατό δίκαιες, αντικειμενικές και να λαμβάνουν υπόψη ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ, το καλώς νοούμενο συμφέρον του παιδιού (για το σκοπό αυτό, έχει δημιουργηθεί και παραδοθεί σχετικός οδηγός, ο οποίος βασίζεται, τόσο στους κανονισμούς λειτουργίας των Δημόσιων Σχολείων, όσο και στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού).
  2. Ο Διευθυντής του Σχολείου να έχει τη νομική ευθύνη να διασφαλίζει ότι οι διαδικασίες αυτές ακολουθούνται και να έχει το δικαίωμα διακοπής της συνεδρίας αν κρίνει ότι ο Σύλλογος οδηγείται προς μια έκνομη απόφαση χωρίς τεκμηρίωση. Νοείται ότι απόφαση χωρίς τεκμηρίωση θα πρέπει να θεωρείται άκυρη (Πρακτικά Συνεδρίας Διαμόρφωσης των Κανονισμών, 23/07/2019).
  3. Δημιουργία Δευτεροβάθμιου Σώματος στο οποίο να μπορούν οι γονείς που αισθάνονται αδικημένοι να καταφεύγουν. Αν τα σημεία 1 και 2 εφαρμοστούν επαρκώς, τότε εκτιμώ ότι η χρήση του Δευτεροβάθμιου Σώματος θα είναι περιορισμένη (δεν θα γίνεται κατάχρηση όπως κατ’ επιφύλαξη αναφέρθηκε από συγκεκριμένους φορείς, αφού θα χρησιμοποιείται κυρίως για θέματα ουσίας.

Συμπέρασμα

Οι κίνδυνοι για τα παιδιά με ευαλώτητα είναι ιδιαίτερα αυξημένοι και οφείλουμε ως Πολιτεία να τα προστατεύσουμε σε αυτές τις στιγμές, όπου η ψυχική τους υγεία και ισορροπία «κρέμεται από μια κλωστή». Σύμφωνα με άρθρο της Αμερικάνικης Ψυχολογικής Εταιρίας (APA), το 2013, οι αυτοκτονίες στους νέους μεταξύ 10-24 ετών, ήταν η τρίτη μεγαλύτερη αιτία θανάτου. Και τα σημάδια, δεν είναι πάντα εύκολα αναγνωρίσιμα. Δεν κρύβονται μόνο στη θλίψη, την απομόνωση, την παραίτηση. Μερικές φορές κρύβονται πίσω από θυμό, αντιδραστικές και παραβατικές συμπεριφορές, για τις οποίες, η όποια τιμωρία, όχι μόνο δεν θα λειτουργήσει θετικά, αλλά αντιθέτως, θα οδηγήσει σε περαιτέρω θυμό, ματαίωση και απελπισία. Ο θυμός ή η αποεπένδυση από τη μαθησιακή διαδικασία ενός μαθητή/ριας που έχει απορριφθεί από τον ένα ή και τους δύο γονιούς, που έχει χάσει κάποιον από τους γονείς του, που κάποιος σημαντικός δικός του πάσχει από κάποια ανίατη ασθένεια, που έχει κακοποιηθεί σωματικά, ψυχολογικά, ή σεξουαλικά, δεν είναι καθόλου το ίδιο με την παραβατικότητα ενός «κακομαθημένου» μαθητή και ΔΕΝ θα πρέπει να έχει την ίδια αντιμετώπιση από τον Καθηγητικό Σύλλογο. Η σχετική Ευρωπαϊκή οδηγία που πηγάζει από τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, μας υποδεικνύει ότι έχουμε υποχρέωση να σκεφτούμε πρωτίστως το συμφέρον του παιδιού, κάτι που δυστυχώς δεν διασφαλίζεται με τον τρόπο που είναι καταγραμμένοι οι Κανονισμοί Λειτουργίας των Δημόσιων Σχολείων Μέσης και Τεχνικής Εκπαίδευσης. Οι ξεκάθαρες διαδικασίες και η δυνατότητα ελέγχου των αποφάσεων, θα βοηθήσουν προς τη σωστή κατεύθυνση. Στο παρελθόν, έχω εκτιμήσει ότι είναι θέμα χρόνου να θρηνήσουμε θύματα, λόγω λανθασμένων χειρισμών που θα μπορούσαμε να αποτρέψουμε. Ελπίζω να διαψευστώ.

Στέφανος Δημητρίου
Σχολικός Ψυχολόγος