Η Βρετανία και οι σύμμαχοί της στη Δύση ήταν πάντα ισχυρότεροι όταν παρουσίαζαν ένα κοινό μέτωπο στην αντιμετώπιση των εσωτερικών διαφωνιών. Στο μέτωπο του Brexit, ωστόσο, αυτή η δυνατότητα ίσως είναι δυσκολότερο από ποτέ να διατηρηθεί. Αντιμετωπίζοντας κοινές προκλήσεις, όπως μια Ρωσία που έχει αποθρασυνθεί, η Βρετανία και η Ε.Ε. έχουν ένα σημαντικό λόγο, όχι μόνο για να συνεχίσουν τη συνεργασία τους σε θέματα άμυνας, αλλά και για να την επιταχύνουν.
Είμαστε αρκετά εξοικειωμένοι με τις μεθόδους που χρησιμοποιεί η Μόσχα. Τα τελευταία χρόνια, οι ρωσικές υπηρεσίες αναμείχθηκαν στην υπονόμευση δημοκρατικών εκλογών, στη διάδοση ψευδών ειδήσεων, τη στήριξη ακροδεξιών ομάδων, τη στοχοποίηση διεθνών οργανισμών και την ενορχήστρωση επιθέσεων ενάντια σε αντιφρονούντες και πρόσωπα της αντιπολίτευσης σε δυτικές χώρες – η δηλητηρίαση των Sergei και Yulia Skripal, είναι μόνο ένα παράδειγμα.
Με το χακάρισμα των ψηφιακών υποδομών των ΗΠΑ, οι παρεμβάσεις της Ρωσίας στις κυβερνήσεις και τους οργανισμούς μας φαίνεται ότι αυξάνονται, καθώς η Μόσχα διερευνά περαιτέρω τις κοινές προστατευτικές πολιτικές μας, ερμηνεύοντας το Brexit ως μια ακόμη πολιτική αναταραχή που αποκαλύπτει τις συστηματικές αδυναμίες της Δύσης.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μείναμε απαθείς μπροστά σε αυτές τις προκλήσεις.
Η κυβέρνηση Biden δείχνει έτοιμη να κρατήσει μια πιο σκληρή στάση απέναντι στη Ρωσία. Στο πλευρό της βρίσκονται η Ε.Ε. και το Ηνωμένο Βασίλειο, που έχουν εγκρίνει κυρώσεις απέναντι σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τις δικές τους εκδοχές του Νόμου Magnitsky, τις οποίες η Δύση μπορεί να χρησιμοποιήσει για να αντιμετωπίσει τη ρωσική επιρροή σε διεθνείς οργανισμούς.
Ο αρχικός νόμος Magnitsky υιοθετήθηκε το 2012 από τις ΗΠΑ, αφότου ο επιχειρηματίας Bill Browder που εδρεύει στο Λονδίνο πίεσε το Κογκρέσο να περάσει στοχευμένες κυρώσεις απέναντι σε Ρώσους αξιωματούχους που φέρεται να εμπλέκονταν στο φόνο του Ρώσου δικηγόρου και φίλου του, Sergei Magnitsky. O Magnitsky διερευνούσε υποθέσεις απάτης στις οποίες εμπλέκονταν Ρώσοι εφοριακοί αξιωματούχοι.
O Magnitsky κατηγορήθηκε και ο ίδιος για διάπραξη αδικημάτων, φυλακίστηκε και πιθανόν να δολοφονήθηκε στη φυλακή. Οι ρωσικές Αρχές καταδίωξαν τον Browder μέσω της Interpol και την ίδια ώρα απείλησαν να υπονομεύσουν την αντικειμενικότητα της ίδιας της Interpol.
Ενός οργανισμού ο οποίος δημιουργήθηκε για να συντονίζει τις ενέργειες μεταξύ εθνικών Αρχών, διευκολύνοντας, μεταξύ άλλων, τη δίωξη εγκληματιών πέραν των εθνικών συνόρων, και ο οποίος χρησιμοποιήθηκε αντ’ αυτού ως ένας διεθνής οργανισμός αστυνόμευσης, με τη Μόσχα να επιχειρεί να δεσμεύσει την Interpol ως ένα μέσο για να επιτύχει την έκδοση πολιτικών αντιπάλων της, υποβάλλοντας αρκετά αιτήματα για έκδοση πολυάριθμων Red Notices -στην πράξη διεθνών ενταλμάτων σύλληψης- εναντίον του Browder.
Αντιφρονούντες, όπως ο Alexander Bondarenko και ο Vladimir Stolyarenko, επίσης διώχθηκαν. Το υποτιθέμενο έγκλημά τους ήταν ότι υπερασπίστηκαν την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στις ρωσικές διωκτικές Αρχές και υποστήριξαν την πάταξη της διαφθοράς στην τοπική αυτοδιοίκηση της Μόσχας. Δεν ήταν έκπληξη ότι τα πιο πάνω έβαλαν τους Μπονταρένκο και Στολιαρένκο στη λάθος πλευρά του ούτω καλούμενου νόμου. Η στοχοποίησή τους είχε ως αποτέλεσμα να εκδοθεί εναντίον τους ένταλμα σύλληψης το 2019 με την κατηγορία της εκτεταμένης απάτης, υποχρεώνοντάς τους να ζήσουν στην εξορία.
Ευτυχώς, η Interpol αντιλήφθηκε τελικά το τι γινόταν και αρνήθηκε τα επανειλημμένα αιτήματα της Ρωσίας για τη σύλληψη του Browder και την έκδοση των Bondarenko και Stolyarenko, με το επιχείρημα ότι δεν είχαν υποβληθεί επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι συμμετείχαν σε εγκληματικές δραστηριότητες. Όταν η Ρωσία υπέβαλε το έβδομο αίτημα για σύλληψη του Browder το 2019, η Interpol αρνήθηκε κατηγορηματικά, τονίζοντας ότι ήταν «πολιτικά υποκινούμενο».
Αυτό το γεγονός σηματοδότησε μια στροφή στις προσπάθειες για έλεγχο της Interpol και άλλων διεθνών οργανισμών. Και ήταν η όχι αμελητέα προληπτική προσέγγιση της Βρετανίας, μέσω του πρώην ανώτατου αξιωματικού της Αστυνομίας, Stephen Kavanagh, που βοήθησε την Interpol να ξεκινήσει να καθαρίζει. Ως αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών, οι παρεμβάσεις της Ρωσίας στην υπηρεσία έπεσαν στο κενό. Διαθέτει όμως σήμερα η Βρετανία σήμερα τη δύναμη ή την πολιτική βούληση να ολοκληρώσει αυτή την προσπάθεια;
Είναι απαραίτητο, εμείς και οι σύμμαχοί μας στη Δύση να συνεχίσουμε να έχουμε το βλέμμα μας στραμμένο προς τις κινήσεις της Ρωσίας.
Ο βρετανικός νόμος Magnitsky έχει ψηφιστεί, με την Ε.Ε. να ακολουθεί. Έχουμε τώρα στα χέρια μας μια χρυσή ευκαιρία να ξαναχτίσουμε τη συνεργασία μεταξύ των Δυτικών δυνάμεων, μέσω της κοινής μας δέσμευσης σε υπηρεσίες όπως η Interpol, η οποία είναι ένα σημαντικό κομμάτι στο παζλ της αντιμετώπισης της παραβίασης διεθνών συμβάσεων και του περιορισμού πολιτικών ελευθεριών.
Μόνο επενδύοντας εκ νέου στην Interpol μπορούμε να αποτρέψουμε την κατάχρηση των εξουσιών της. Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι, χωρίς την απαλλαγή διεθνών οργανισμών επιβολής του νόμου, όπως η Interpol, από την επιρροή αυταρχικών καθεστώτων, οι νόμοι Magnitsky, είτε στις ΗΠΑ, είτε στη Βρετανία, είτε στην Ε.Ε., δεν θα μπορέσουν να εφαρμοστούν ποτέ. Προκειμένου οι σκληρές μάχες που κερδίζουμε στα εθνικά κοινοβούλια να μπορούν να φέρνουν απτά αποτελέσματα, η Βρετανία θα πρέπει να εργαστεί με τους συμμάχους της για να στείλουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα ενότητας.
Πρέπει να δείξουμε ότι η συνεργασία και η ενότητα ανάμεσα στους δημοκρατικούς μας εταίρους είναι ισχυρή και πρέπει να συντονιστούμε με τους Ευρωπαίους και Αμερικανούς συμμάχους μας για την εφαρμογή μέτρων όπως ένας Διεθνής Νόμος Magnitsky, ο οποίος θα διώκει αυτούς που καταπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, με αποφασιστικές κυρώσεις. Αυτό είναι ένα μεγάλο τεστ, το οποίο θα δείξει εάν η μετά-Brexit Βρετανία έχει πράγματι στις προτεραιότητές της τη δημιουργία ενός ενωμένου στρατηγικού μετώπου.
Αυτή ήταν η μεγάλη μας δύναμη στο παρελθόν και πρέπει να συνεχίσει να είναι για τις επόμενες γενιές.
*Η Βαρόνη Warsi είναι μέλος της Βουλής των Λόρδων και πρώην αρχηγός του Συντηρητικού Κόμματος.
Αναδημοσίευση από τους Times του Λονδίνου