Η απόκτηση ακινήτου ήταν ανέκαθεν μία από τις πιο σταθερές επενδύσεις που θα μπορούσε κάνει ο μέσος άνθρωπος στη ζωή του…
Αυτό βεβαιώνεται από τον George S. Clason, συγγραφέα του “The Richest Man in Babylon”, του βασικού βιβλίου για όποιον αναζητά τρόπους να βελτιώσει τα οικονομικά του, μέχρι και το μέσο συγγενή, γνωστό ή φίλο, που έχεις ακούσει πολλές φορές να εξηγεί ότι «με το νοίκι παίρνεις σπίτι».
Αν δεχτούμε την προσέγγιση αυτή ως ορθή για μία οποιαδήποτε στιγμή, η χρονική περίοδος που διανύουμε -ειδικά για την Κύπρο- είναι παραπάνω από κατάλληλη για την αγορά ακινήτου. Οι λόγοι που οδηγούν σε αυτό, είναι ένας συνδυασμός μακροοικονομικών, ιατρικών και πολιτικών δεδομένων, που διαμορφώνουν μία πρωτόγνωρα ευνοϊκή συγκυρία για την αγορά κατοικίας. Ας δούμε όμως τα πράγματα αναλυτικότερα, βασιζόμενοι στα επίσημα στοιχεία και όχι στο περίεργο κλίμα της περιόδου.
Οι τιμές της αγοράς παραμένουν χαμηλές. Πιο συγκεκριμένα, οι τιμές των ακινήτων στην Κύπρο έπεσαν περισσότερο από 5% τον τελευταίο χρόνο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής. Μάλιστα, αυτό συνέβη σε μία περίοδο που οι τιμές ακινήτων άλλων πόλεων της Ευρώπης κατέγραφαν αυξήσεις μέχρι και πάνω από 17%. Ας αφήσουμε επομένως πίσω την αίσθηση που συχνά επικρατεί και θέλει την απόκτηση ακινήτου ως κάτι σχεδόν αδύνατο, ειδικά για νέους και ας κοιτάξουμε τους αριθμούς που δείχνουν ότι η αγορά είναι ευνοϊκή. Ένα ιδιαίτερο στοιχείο μάλιστα που αναδείχθηκε πρόσφατα, έχει να κάνει με τις τιμές των πρώτων υλών, οι οποίες και έχουν αυξηθεί σημαντικά το τελευταίο εξάμηνο. Το αυξημένο αυτό κόστος είναι αναμενόμενο να μετακυλιστεί στον τελικό αγοραστή σε εύλογο χρόνο, γεγονός που καθιστά την αγορά ενός ακινήτου σήμερα, ως την πλέον σωστή επιλογή.
Η δεύτερη ευνοϊκή παράμετρος έχει να κάνει με την πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και κατά συνέπεια το ύψος των επιτοκίων δανεισμού των στεγαστικών δανείων. Η πολιτική της ΕΚΤ ευνοεί την πιστωτική επέκταση ως έναν τρόπο επανεκκίνησης της οικονομίας. Πρακτικά αυτό μεταφράζεται σε μηδενικού ύψους επιτόκιο βάσης (Euribor), επομένως το μόνο επιτόκιο που θα πληρώσει σήμερα ένας δανειολήπτης, είναι αυτό της εμπορικής τράπεζας με την οποία θα συνεργαστεί. Ακόμα, όμως, και υπό αυτό το πρίσμα οι Κύπριοι κατατάσσονται μάλλον στους «ευνοημένους» του ευρωπαϊκού νότου, αφού το μέσο επιτόκιο ενός στεγαστικού είναι περίπου 2% την ώρα που στην Ελλάδα φτάνει το 2.9% και στη Μάλτα ξεπερνάει το 3%. Ταυτόχρονα, η πολιτική της ΕΚΤ έχει επηρεάσει και τα επιτόκια καταθέσεων. Με αρκετές εμπορικές τράπεζες της Ευρώπης να έχουν ήδη επιβάλλει αρνητικά επιτόκια καταθέσεων (χρεώνοντας δηλαδή τους πελάτες τους για να διατηρούν εκεί τα χρήματά τους) αυτή η πολιτική δεν θα αργήσει να έρθει στην Κύπρο. Ο λόγος είναι απλός και έχει να κάνει με το κόστος που επωμίζονται οι ίδιες οι τράπεζες για τη διατήρηση της πλεονάζουσας ρευστότητας που εμφανίζουν. Άλλωστε πανευρωπαϊκά, όπως και στην Κύπρο, η περίοδος των lockdowns ευνόησε την αύξηση των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών, επομένως και των καταθέσεων. Αυτές οι αποταμιεύσεις μπορούν να είναι το καύσιμο για την ανάπτυξη του επόμενου διαστήματος, αλλά ταυτόχρονα μπορούν να είναι και το εργαλείο για τη βελτίωση της οικονομικής θέσης των ίδιων ανθρώπων, εφόσον επενδυθούν σωστά. Και όπως σημειώνουν… ο συγγραφέας του βιβλίου παραπάνω και ο συγγενής σου (!), η απόκτηση ακινήτου είναι η καλύτερη επένδυση.
Τέλος, η Κύπρος υπήρξε μία από τις χώρες που έδειξε καλά αντανακλαστικά στο ξέσπασμα της πανδημίας, προκειμένου αυτή να επηρεάσει όσο λιγότερο γίνεται την οικονομία. Με αυτό το σκεπτικό, το κράτος επιδοτεί το επιτόκιο των στεγαστικών δανείων που αφορούν την πρώτη κατοικία μέχρι και κατά 1.5% για τέσσερα χρόνια.
Πρακτικά, οι τρεις αυτές παράμετροι ωθούν όποιον σκοπεύει να αγοράσει ακίνητο, στο να το κάνει τώρα. Διότι ρεαλιστικά είναι αδύνατο σε μελλοντικό χρόνο οι τιμές να είναι χαμηλές, τα επιτόκια να προσεγγίζουν το μηδέν και το κράτος να επιδοτεί το μεγαλύτερο μέρος του τελικού επιτοκίου, που θα πληρώσει ο δανειολήπτης.
- Του Μάρκου Αντωνίου
- Οικονομολόγου