Για τρεις μέρες δεν μπορούσα να τη βγάλω από το μυαλό μου. Χωρίς να μην σκεφτώ τις στιγμές που πέρασα μαζί της εκεί στην εξοχή. Την εκθαμβωτική ομορφιά της, την αγγελόφωνη λαλιά, το φλογερό κόκκινο φόρεμά της, την ακαταμάχητη γοητεία, μα κυρίως το σκέρτσο που έβγαζε σαν την κρατούσα στα χέρια μου και (συνάμα) την αγριάδα που φούσκωσε μέσα της την ώρα που με παρέσυρε να χορέψω μαζί της εκείνο το βαλς που ξύπνησε εντέλει το φλογερό της ταμπεραμέντο.